τέμπερα

τέμπερα
Ζωγραφική τεχνική, που χρησιμοποιεί ως συγκολλητική ουσία των χρωμάτων όχι το λάδι, αλλά άλλες ουσίες, όπως το αβγό, τη ζωική κόλλα, τη γόμα, το γάλα και το κερί λιωμένο μέσα σε νέφτι. Τα αρχαιότερα δείγματα είναι μερικές διακοσμήσεις ετρουσκικών τάφων, που χρονολογούνται μεταξύ του 6ου και του 2ου αι. π.Χ. (στο Κιούζι και ιδιαίτερα στην Ταρκυνία), ζωγραφισμένες πάνω σε πυρόλιθο. Στις ρωμαϊκές και πομπηιανές τοιχογραφίες, όπου η τ. συνδυάζεται με τη νωπογραφία, διακρίνεται η χρησιμοποίηση του ασπραδιού του αβγού ανακατεμένου με τριμμένη ελαφρόπετρα. Από τον 2o αι. μ.Χ. άρχισαν να χρησιμοποιούνται συγκολλητικές ουσίες όπως το αβγό, το γάλα και το γάλα της συκιάς. Ο τύπος αυτός της ανάμειξης κράτησε σχεδόν ολόκληρο τον Μεσαίωνα, δηλαδή εωσότου, από τα τέλη του 15ου αι., αντικαταστάθηκε από το ελαιόχρωμα. Το πέρασμα βέβαια από την τ. στο ελαιόχρωμα έγινε σιγά σιγά, αρχίζοντας από μια μεικτή τεχνική, που χρησιμοποίησαν κατά τα τέλη του 15ου αι. για τη ζωγραφική επάνω σε λινό ύφασμα ο Μποτιτσέλι και ο Μαντένια· ανακάτευαν δηλαδή την τ. με ελαιορητινούχα χρώματα ή άπλωναν τα χρώματα αυτά σαν βερνίκι πάνω στη ζωγραφισμένη με τ. επιφάνεια. Η σημερινή τ. (που, όπως και την αρχαία, μπορούμε να την ονομάσουμε άπαχη γιατί δεν έχει λάδι) έχει ως συγκολλητική ουσία τη ζωική κόλλα (ελάχιστα χρησιμοποιείται η κόλλα των ψαριών) που, κατασκευαζόμενη και διατηρούμενη σε μπεν - μαρί, ώστε να μένει πάντα ρευστή, ανακατεύεται με το διαλυμένο σε νερό χρώμα την ώρα που θα χρησιμοποιηθεί. Μπορεί να ζωγραφίσει κανείς με τ. πάνω σε πανί (όπου γίνεται πρώτα μια προετοιμασία με γύψο), σε ξύλο, σε χαρτόνι ή σε τοίχο προετοιμασμένο με κόλλα. Η ζωγραφική με τ. έχει το προτέρημα της γρήγορης εκτέλεσης, αλλά και ένα μειονέκτημα που δύσκολα ξεπερνιέται: όταν στεγνώσει η ζωγραφική, μεταβάλλονται οι αρχικοί τόνοι, που είχε το χρώμα όταν ακόμα ήταν υγρό. Για να αποφευχθεί το γνωστό αυτό, αλλά αναπόφευκτο τεχνικό μειονέκτημα, η βιομηχανία χρωμάτων κατόρθωσε να δημιουργήσει, με αξιόλογα αποτελέσματα, έτοιμα χρώματα για τέμπερα. Άλλοι τύποι τ. είναι η ζωγραφική με γκουάς, που χρησιμοποιείται ήδη από πολύ παλιά, όπου αντί της κόλλας χρησιμοποιείται γόμα, και η τ. με κερί, που γίνεται με την ανάμειξη ελαιοχρωμάτων (από τα οποία όμως αφαιρέθηκε προηγουμένως με απορροφητικό χαρτί όσο το δυνατόν περισσότερο λάδι) με άσπρο καθαρισμένο κερί, λιωμένο σε νέφτι. Ο τύπος αυτός της τ. χρησιμοποιείται αρκετά συχνά στις τοιχογραφίες. Τέμπερα. Λεπτομέρεια από την «Παναγία με το Βρέφος», φορητή εικόνα του Κόπο ντι Μαρκοβάλντο, έργο του 13ου αιώνα. (Ορβιέτο, Σαν Μαρτίνο).
* * *
η, Ν
1. ξηρή χρωστική ουσία που κατασκευάζεται από μίξη διαφόρων ουσιών, αραιώνεται με νερό και χρησιμεύει ως μέσο ζωγραφικής
2. το είδος ζωγραφικής που γίνεται με την ουσία αυτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. tempera < λατ. tempero «αναμιγνύω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τέμπερα — η (λ. ιταλ.), τρόπος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε κολλώδες υγρό ή ανακατεμένα με κρόκο ή και με ασπράδι αβγού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • ελαιογραφία — Τεχνική της ζωγραφικής που διαδόθηκε από τον 15o αι. και έχει επικρατήσει έως τη σύγχρονη εποχή. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε και πού πρωτοεμφανίστηκε. Ο Βαζάρι αποδίδει την ε. στον Γιαν Βαν Άικ και υποστηρίζει ότι ήταν ο πρώτος ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εγκαυστική — Τεχνική της ζωγραφικής, η οποία χρησιμοποιεί το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωστικών ουσιών. Η ε. ήταν γνωστή και κατά την αρχαιότητα και χρησίμευε κυρίως για την εκτέλεση ζωγραφικών έργων πάνω σε μάρμαρο αλλά και σε ξύλο. Ο Πλίνιος στη… …   Dictionary of Greek

  • Έρνι, Χανς — (Hans Erni, Λουκέρνη 1909 –). Ελβετός ζωγράφος. Φοίτησε πρώτα στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζιλιάν (1928 29) και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Βερολίνου (1929 30). Στα συχνά ταξίδια του ήρθε σε επαφή με καλλιτέχνες διαφόρων τάσεων όπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”